- μονοπύρηνος
- -η, -ο1. (για καρπούς και κύτταρα) αυτός που έχει έναν μόνο πυρήνα2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονοπύρηναανατ. α) λευκοκύτταρο που έχει έναν ενιαίο πυρήναβ) κάθε κύτταρο με έναν μόνο πυρήνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
αγρουγκιά — Κοινή ονομασία του φυτού κράτωγος ο μονόγυνος της οικογένειας των ροδιδών. Πρόκειται για δέντρο πολύ αγκαθωτό, ύψους 2 4 μ., με φύλλα ανοιχτοπράσινα. Τα άνθη του είναι άσπρα ή ρόδινα σε πυκνό κόρυμβο και ο καρπός του μονοπύρηνος και ανούσιος. Το… … Dictionary of Greek